οἰκοτρίβων

οἰκοτρίβων
οἰκότριψ
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰκοτριβῶν — οἰκοτριβής ruining a house masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικότριψ — οἰκότριψ, ιβος, ὁ (Α) 1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.) 2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.) 3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”